- βαθύπλουτος
- -η, -οπου έχει μεγάλα πλούτη, ο ζάμπλουτος: Κληρονόμησε το θείο της, ένα βαθύπλουτο εργένη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαθύπλουτος — exceeding rich masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύπλουτος — η, ο (AM βαθύπλουτος, ον) πολύ πλούσιος … Dictionary of Greek
βαθύπλουτον — βαθύπλουτος exceeding rich masc/fem acc sg βαθύπλουτος exceeding rich neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλούτοιο — βαθύπλουτος exceeding rich masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλούτοις — βαθύπλουτος exceeding rich masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλούτοισι — βαθύπλουτος exceeding rich masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλούτου — βαθύπλουτος exceeding rich masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλούτους — βαθύπλουτος exceeding rich masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλούτων — βαθύπλουτος exceeding rich masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλούτῳ — βαθύπλουτος exceeding rich masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)